παρουσιάσιμος

παρουσιάσιμος
η , ο [ος , ον ] имеющий респектабельный вид;

δεν είσαι παρουσιάσιμος γιά το γάμο — в таком виде ты не можешь показаться на свадьбе


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "παρουσιάσιμος" в других словарях:

  • παρουσιάσιμος — η, ο κατάλληλος ή άξιος να παρουσιαστεί μπροστά σε άλλους, εμφανίσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρουσίαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρουσιάσιμος — η, ο αυτός που είναι άξιος, κατάλληλος για να παρουσιαστεί ή να τον παρουσιάσει κανείς, εμφανίσιμος, που έχει ωραίο παρουσιαστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, ο ντυμένος καλά ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί σε δημόσια συγκέντρωση, ευπρόσωπος, παρουσιάσιμος …   Dictionary of Greek

  • ευπαρουσίαστος — η, ο 1. αυτός που έχει καλή εμφάνιση, ωραίο παρουσιαστικό 2. (για πράγματα) αυτός που μπορεί να παρουσιαστεί ευπρεπώς, ο παρουσιάσιμος. επίρρ... ευπαρουσιάστως, ευπαρουσίαστα με τρόπο ευπαρουσίαστο, ευπρεπώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ουσιάζω (… …   Dictionary of Greek

  • εμφανίσιμος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευπρόσωπος — η, ο ευπαρουσίαστος, παρουσιάσιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»